- λάμα
- I
Βουδιστές ιερείς. Βλ. λ. λαμαϊσμός· Δαλάι Λάμα.IIΠοταμός της Ρωσίας, στις περιοχές Μόσχα και Καλίνιν. Βλ. λ. Μόσκοβας.* * *(I)ημικρή, λεπτή μετάλλινη πλάκα κοπτικού εργαλείου («λάμα μαχαιριού»)2. μικρό ξυραφάκι, λεπίδα που τοποθετείται σε ξυριστική μηχανή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. lama < λατ. lamina «λεπίδα, λάμα» < ἐλαμένη, μτχ. τού ἐλαύνω (πρβλ. έλασμα, έλαση)].————————(II)και λάμας, ο1. θρησκειολ. βουδιστής μοναχόςιερέας τού θιβετιανού δόγματος2. φρ. «δαλάι λάμα» — ο μέγας λάμα, ο αρχηγός τού τάγματος Τζελούγκς-πα, τών βουδιστών τού Θιβέτ, και, ως το 1959, πολιτικός ηγέτης τής χώρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lama < θιβετιανό blama «ανώτερος». Η λ. στον τ. λάμας μαρτυρείται από το 1859 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη].————————(III)τογένος αρτιοδάκτυλων τυλόποδων θηλαστικών τής οικογένειας camelidae, με λεπτό σώμα, ψηλά πόδια και μακρύ λαιμό, κοντή ουρά, ισχυρά νύχια και μεγάλα μυτερά αφτιά, αλλ. προβατοκάμηλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lama < γαλλ. lama < ισπ. llama < llama, λ. τής γλώσσας Κέτσουα].————————(IV)και λάμμα, το(στη μεταβυζαντινή ζωγραφική) οι διαβαθμίσεις ενός χρώματος, οι αποχρώσεις.
Dictionary of Greek. 2013.